Ασάφενμπουργκ

Ασάφενμπουργκ
(Aschaffenburg). Πόλη (68.500 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, στη βόρεια περιοχή της Βαυαρίας, στη δυτική άκρη της οροσειράς Σπέραρτ και στη συμβολή των ποταμών Μάιν και Ασάφ. Η Α. είναι σιδηροδρομικός κόμβος με ακμαία υφαντουργία και ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα κατασκευής έτοιμων αντρικών ενδυμάτων της Γερμανίας. Επίσης έχει βιομηχανία μηχανοκατασκευών, επεξεργασίας μετάλλων και ζελατίνης καθώς και βιομηχανίες χημικών προϊόντων. Η πόλη είναι γνωστή από το 982. Υπάρχει μεγαλοπρεπής πύργος όπου στεγάζονται η βιβλιοθήκη και η πινακοθήκη. Επίσης σώζονται ανάκτορα των χρόνων 1605-14 και βασιλική του 10ου αι., στην οποία βρίσκεται o τάφος του εκλέκτορα Αλβέρτου. Το ασβεστικό πέτρωμα ασβεστοκερατίτης. Το κύριο συστατικό του ασβεστοκερατίτη είναι ο ασβεστίτης (εικονίζεται με ζωηρότερα χρώματα). Αποψη της γερμανικής πόλης Ασάφενμπουργκ στη Βαυαρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • Βαυαρία — (Bayern). Ομόσπονδο κράτος (70.547 τ. χλμ., 12.154.967 κάτ.) της Γερμανικής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα. Συνορεύει Ν και ΝΑ με την Αυστρία, Α με την Τσεχία, Δ και ΒΔ με τα κρατίδια του Μπάντεν Βίρτερμπεργκ και της …   Dictionary of Greek

  • Γκρίνεβαλντ, Ματίας — (Matthias Grunewald, Βίρτσμπουργκ περ. 1475 – Χαλ 1528). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο τουΓερμανού ζωγράφου Ματίας Γκότχαρτ Νάιτχαρτ (Gothart Neithart). Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του. Το πρώτο βεβαιωμένο έργο του, που χρονολογείται στο… …   Dictionary of Greek

  • Μπρεντάνο, Κλέμενς — (Klemens Brentano, Ερενμπραϊτσάιν αμ Ράιν 1778 – Ασάφενμπουργκ 1842). Γερμανός ποιητής, από τους πιο προικισμένους του γερμανικού ρομαντισμού. Ο Ιταλός πατέρας του τον προόριζε για το εμπόριο, αλλά ο Μ. γρήγορα ακολούθησε πολύ διαφορετικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”